Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΣΟΙ ΤΗΝ ΟΡΙΖΟΥΝ

http://www.youtube.com/watch?v=MRlJvMIC1kg





http://www.youtube.com/watch?v=BPfikm5bukk&feature=related





http://www.youtube.com/watch?v=GM-yYBJymAk&feature=related



''Κρυφτήκανε οι ποιητές μέσα στα όνειρα τους , και οι τσαρλατάνοι πίστεψαν πως ήρθε η σειρά τους.''

Μακρινά Ξαδέρφια.



Συχνά λέμε πως οι πνευματικοί άνθρωποι είτε έχουν μείνει στο περιθώριο τους , είτε ανήκουν πια σε μια ελιτ.Για τον Περικλή Κοροβέση δεν ισχύει τίποτα απ' τα παραπάνω.Ποιητής , Συγγραφέας , Δημοσιογράφος , πάντα παρών.

Ο Περικλής Κοροβέσης γεννήθηκε το 1941 στο Αργοστόλι. Σπούδασε θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Roland Barthes και παρακολούθησε μαθήματα με τον P. Vidal Naquet στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε ενεργά στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε επί χούντας. Το πρώτο του βιβλίο, "Ανθρωποφύλακες" (1969), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εκτός από πεζά, έχει γράψει θέατρο, παιδικά και, τελευταία, ποίηση. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, διατηρεί μόνιμες στήλες στην Ελευθεροτυπία και στην Εποχή. Έργα του: "Ανθρωποφύλακες" (μαρτυρία), Στοκχόλμη 1969 "Κοινός τόπος" (κείμενα), 1976 "Περιγραφή AGCTTGA+TCGAACT" (Είκοσι πέντε κείμενα του Π. Κοροβέση, Δεκατρείς ζωγραφιές του Χρόνη Μπότσογλου), 1980 "Γύρω από το νησί η θάλασσα" (μυθιστόρημα), 1982 "Η συνέλευση των ζώων" (μουσικό παραμύθι-μουσική Γ. Κουρουπού), 1983 "Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα" (παραμύθι), με εικονογράφηση Κ. Δίγκα, 1986 "Ατάμ Αλ' Ακ" (μουσικό παιδικό θέατρο-μουσική Π. Περράκη) 1987 "Τango Bar" (θεατρικό), 1988 "Εμπορία ειδήσεων" (άρθρα 78-90), 1990 "Επιχείρησις Ιουδίθ" (θεατρικό), 1992 "Γυναίκες ευσεβείς του πάθους" (μυθιστορήματα), 1995 "Μ' εξακόσιες λέξεις" (συλλογή κειμένων), 1996"Νοσταλγία μνήμης" (αφήγημα), 1999 κ.ά.


Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,

εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού,

τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα,
πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό.
Κάτι κακό θ' ανάψει. Αγριέυει η τρίχα του αλογόβουνου,
τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψύχες τ' ουρανού.

Οδυσσέας Ελύτης

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τουςσαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκιτο ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τουςσαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμοόταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τουςόταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τουςόταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονταιπολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τουςο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείαςαπό τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατοςη γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλοπέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τουςη βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξετο σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινηκαι κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τουςγια τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία,ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Στα Γιάννενα


Όταν το φως παντρεύεται με το νερό δεν μπορεί παρά να σου δώσει μια τέτοια ανάκλαση.Το μεγαλείο δεν βρίσκεται στην στιγμή αλλά μέσα στο χρόνο , αιώνες η ανάκλαση δίνει την εικόνα , απλά την στιγμή που κάποιος θα την ανταμώσει δεν είναι τίποτα άλλο απο μια εικόνα που έρχεται απο το μακρινό μέλλον γίνεται παρόν , κοινωνείς , και φεύγει αμέσως στο παρελθόν.Η άνακλαση όμως θα μείνει εκεί να συστέλει τις κόρες των ματιών και να ανοιγοκλείνει τα διαφράγματα των μηχανών με ταχύτητες που κάποιος ορίζει.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

ΑΝΟΙΞΗ

και ξαφνικά χιλιάδες απο μας στους δρόμους διεκδικώντας επίμονα το καλύτερο.Με βαθειά κατανοήση στο αδύνατο αλλά με αποστροφή στο αδύναμο.Και η τέχνη παρούσα όσο και αν προσπαθούν να την κρύψουν , στους τοίχους με τα σπρευ και τα κυνηγημένα παιδιά , στον πεζόδρομο κάτω απ την Ακρόπολη τις Κυριακές , σε θεάτρα σκιών στις γειτονιές , στα υπαίθρια βιβλιοπωλία , στα Δευτερότριτα.Καλή και ηλιόλουστη Άνοιξη λοιπόν