Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τουςσαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκιτο ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τουςσαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμοόταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τουςόταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τουςόταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονταιπολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τουςο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείαςαπό τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατοςη γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλοπέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τουςη βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξετο σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινηκαι κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τουςγια τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: